τσιμπούσι

τσιμπούσι
[цимбуси] ουσ. о.

Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "τσιμπούσι" в других словарях:

  • τσιμπούσι — και τσυμπούσι, το, Ν συμπόσιο, φαγοπότι. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. cumbuş, πιθ. < συμπόσιον] …   Dictionary of Greek

  • τσυμπούσι — το, Ν βλ. τσιμπούσι …   Dictionary of Greek

  • giumbuş — GIUMBÚŞ, giumbuşuri, s.n. (Rar) Giumbuşluc. – Din tc. cümbüş. Trimis de gall, 13.09.2007. Sursa: DEX 98  GIUMBÚŞ s. v. bufonerie, caraghioslâc, clovnerie, comicărie, giumbuşluc. Trimis de siveco, 13.09.2007. Sursa: Sinonime  giumbúş s. n. (sil …   Dicționar Român

  • φαγοπότι — το 1. το σύνολο των φαγητών και των ποτών στο τραπέζι: Του βάλανε μπροστά του φαγοπότι. 2. το να τρώει κανείς και συγχρόνως να πίνει οινοπνευματώδη ποτά: Αρχίσανε το φαγοπότι. 3. συμπόσιο, τσιμπούσι, γλέντι, ξεφάντωμα, διασκέδαση: Το ρίξαμε στο… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»